- βιοθεραπεία
- ηθεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί οργανικές ουσίες: Οι βιοθεραπείες με ένζυμα χρησιμοποιούνται σε ορισμένες κλινικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος για ορισμένες παθήσεις, κατά την οποία χρησιμοποιούνται είτε καλλιέργειες ζωντανών μικροοργανισμών ή το θρεπτικό υλικό όπου ζουν οι μικροοργανισμοί … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
βιοθεραπευτικός — ή, ό ο σχετικός με την βιοθεραπεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοθεραπευτικά τα αντιβιοτικά … Dictionary of Greek